Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Η Λεσβιακή Παροικία τιμά και βραβεύει τον ποιητή Δημήτρη Νικορέτζο

Παρασκευή απόβραδο η αίθουσα Πλάτων στον 10ο όροφο του Ξενοδοχείου ΤΙΤΑΝΙΑ γεμάτη κόσμο. Τιμάται η Ημέρα της Ποίησης και της Άνοιξης!
Η Λεσβιακή Παροικία σε μια εκδήλωση «υψηλού επιπέδου», όπως πάντα, τιμά και βραβεύει τον ποιητή Δημήτρη Νικορέτζο.
Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της Παροικίας, «η Ποίηση που είχε την τιμητική της, καθώς έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα, να βρει τον ”μονοσήμαντο ορισμό της”, σκαρφάλωσε στο 10ο όροφο του Ξενοδοχείου Τιτάνια και συνάντησε το πνεύμα της».


Ομιλητές ήταν ο διαπρεπής φιλόλογος κ. Νίκος Δέτσης και η Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μερόπη Σπυροπούλου. Ποιήματα του τιμώμενου απήγγειλαν  η κ. Νινέτα Παπαδάκη, καθηγήτρια απαγγελίας και η ραψωδός κ. Άννα Πολυτίμου-Παπακωνσταντίνου. Την μελωδική νότα της βραδιάς έδωσε η Χορωδία του ομίλου Καλλιθέας «Αρμονία». Και βέβαια με την απόδοση τιμητικής πλακέτας εκ μέρους της Λεσβιακής Παροικίας στον τιμώμενο κ. Δημήτρη Νικορέτζο, εκείνος πήρε το λόγο τις ευχαριστίες του, αποσπάσματα παραθετούμε παρακάτω.

Αξιότιμοι Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί δαιτυμόνες της αποψινής ποιητικής σύναξης, Λέσβιοι συντοπίτες, εκλεκτή πνευματική ομήγυρις, ομότεχνων συγγραφέων και συναδέλφων καθηγητών, φίλα φρονέοντες του έργου της ταπεινότητάς μου, φιλέορτοι της σημερινής επετείου, παγκόσμιας ημέρας της ποίησης και της εαρινής ισημερίας, που παρίστασθε όλοι εδώ, κ α λ ο ύ μ α ι   ενώπιόν σας, τοις της Προέδρου ρήμασι πειθόμενος, στο επιμύθιο της ωραίας αυτής πνευματικής εκδήλωσης, να σας απευθύνω το λόγο, κατά το έθος, αντιμετωπίζοντας ένα μαθηματικό τρίλημμα, για το πώς, το τι και το που θα έπρεπε κυρίως να επικεντρώσω τις λίγες προσωπικές σκέψεις που έχω το χρέος να σας απευθύνω.
Ασυνήθιστος -θα έλεγα και αμήχανος-  από χειρονομίες που μ’ επαινούν η από εκδηλώσεις που με τιμούν προσωπικά, αναλογίζομαι περίφροντις και περιδεής, εκείνους τους εμβληματικούς στίχους του μεγάλου Αλεξανδρινού, που αναφέρονται στον μήνα αυτόν, από το γνωστό ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί», στίχοι που διαλαμβάνουν τα εξής:
«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ώ ψυχή
και τις φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις,
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς».
Κι εγώ σας εξομολογούμαι, κυρίες και κύριοι, πως φοβόμουν πάντα τα μεγαλεία, πως αγωνιζόμουν να υπερνικώ τις φιλοδοξίες μου ή προσπαθώντας να τις περιστείλω, δεχόμενος με όσο γίνεται μεγαλύτερη περίσκεψη και φειδώ τις διακρίσεις που μου επιδαψίλευε η γενναιοδωρία των ανθρώπων που με τιμούσαν, κυριαρχημένος από ένα αίσθημα αιδούς, και μιας κάποιας εσωτερικής συστολής.
Σπεύδω, λοιπόν, κατά πρώτον στην απότιση ευχαριστιών που μολονότι συνηθίζονται στο τέλος, εγώ θα τις προτάξω. Και έχω να ευχαριστήσω πολλούς. Κατά το έθος, λοιπόν, της ευγένειας, θα ήθελα ν’ απευθύνω ευγνώμονες λόγους σε όσους ποικιλοτρόπως στην συνέβαλαν στην πνευματική μου ανέλιξημ αρχίζοντας από τους προαπελθόντες.
Να στείλω τη μνήμη μου, σαν μαντήλι χαιρετισμού στους κοιμισμένους Λέσβιους γονείς μου, όπως κάνω κάθε φορά, που μου χάρισαν το μέγα προνόμιο της ζωής και με ανέθρεψαν με τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη. Να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στους Μυτιληνιούς δασκάλους μου που διείδαν το ποιητικό μου ταλέντο –το οποίο υπάρχει– και μου άνοιξαν τους ορίζοντες της γνώσης, της αλήθειας και της αρετής. Ν’ ασπασθώ το χέρι των ανθρώπων που μου έδωσαν τα φτερά να πετάξω στους ουρανούς της λογοτεχνίας: τον Στράτη Μυριβήλη, που μαθητή ακόμη στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, διάβασε το τετράδιο ποιημάτων μου, ένα καλοκαίρι που παραθέριζε στο νησί, γράφοντάς μου στο εξώφυλλο: «Παιδί μου, εσύ έχεις την πετριά. Μια μέρα θα φτάσεις ψηλά». Τον ευχαριστώ που με πίστεψε πριν εγώ πιστέψω σε μένα.
Τον χαλκέντερο Μυτιληνιό γραμματολόγο Γεώργιο Βαλέτα, που με έπεισε να εκδόσω, το 1983 την πρώτη ποιητική μου συλλογή Στοχασμοί στο ημίφως, προλογίζοντάς με, με επαινετικούς λόγους με τον γνωστό γενναιόδωρο ενθουσιασμό του.
Να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στους δασκάλους μου στο Πανεπιστήμιο και ιδιαίτερα στον καθηγητή Καίσαρα Αλεξόπουλο, τον άρχοντα της Φυσικής, που όταν τον συναντούσα, απόμαχο πια του διδασκαλικού του έργου, μου επαναλάμβανε κάθε φορά: «Δεν έχω ακόμη, νέε συνάδελφε, ξεκαθαρίσει μέσα μου αν είσαι ο Φυσικός της ποίησης ή ο Ποιητής της Φυσικής». Μεγάλη κουβέντα για μένα.
Να στείλω τη μνήμη μου στον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο, που εισηγήθηκε το 1989 τη βράβευσή μου από την Ακαδημία Αθηνών και στους μέντορές μου Ακαδημαϊκούς Πέτρο Χάρη και Κωνσταντίνο Τρυπάνη. Ο πρώτος γιατί με όρισε διάδοχο του Ανδρέα Καραντώνη στη στήλη κριτικής του ποιητικού λόγου στη Νέα Εστία. Ο δεύτερος, μέγας ομηριστής και Υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών στην πρώτη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που με επέλεξε ιδιαίτερο γραμματέα του και φιλολογικό επιμελητή των ποιητικών του συλλογών που εξέδωσε στην ελληνική γλώσσα, όταν επέστρεψε από την Οξφόρδη όπου εδίδαξε ελληνική λογοτεχνία και γλώσσα για 35 χρόνια.
Όμως αν θα επέμενα να καταθέσω λόγους χάριτος σε μακαριστούς ευεργέτες μου, η κλεψύδρα είναι βέβαιο θα με καλούσε σε απολογία.
Θα αρκεστώ, λοιπόν, να ευχαριστήσω τους συντελεστές της αποψινής εκδήλωσης. Όπως, ίσως, γνωρίζετε, στην πνευματική μου ζωή τύχη ξύμφορος, ευδόκησε να καταξιωθώ με πολλές διακρίσεις. Όμως για μένα η αποψινή τιμή –και νομίζω το αντιλαμβάνεσθε– έχει πρωτίστως χαρακτήρα συναισθηματικό, γιατί, όπως είναι παγκοίνως γνωστό, πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να προφητεύσει στον τόπο του. Κι είναι μια άλλη διαφορετική αίσθηση, να σε βραβεύουν οι συντοπίτες σου για την προσφορά σου στα γράμματα γιατί έχει τη χαρά της συγκίνησης.
Πρωτίστως, λοιπόν, νιώθω την υποχρέωση να ευχαριστήσω το Διοικητικό Συμβούλιο της «Λεσβιακής Παροικίας» που είχε την ιδέα και την ευθύνη της σημερινής εκδήλωσης όσο και της τιμής στο λογοτεχνικό μου έργο και βέβαια την κυρία Μεσσηνέζη, για όσα εγκωμιαστικά λόγια απέτεινε στην ταπεινότητά μου.